- μανναδότης
- μανναδότης, ὁ (Μ, Α μαννοδότης)ο δότης τού μάννα, ο τροφέας.[ΕΤΥΜΟΛ. < μάννα (III) + -δότης (< δίδωμι), πρβλ. αιμο-δότης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μανναδοτώ — μανναδωτῶ και μαννοδοτῶ, έω (AM) [μανναδότης] δίνω, παρέχω το μάννα … Dictionary of Greek
μαννοδότης — μαννοδότης, ὁ (Α) βλ. μανναδότης … Dictionary of Greek